ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
Οικισμός στο Κεφάλι της Εργάνου
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα υστερομινωικά - πρωτογεωμετρικά κατάλοιπα από το υψίπεδο της Εμπάρου. Στο ανατολικό άκρο του, στις νοτιοδυτικές υπώρειες της Δίκτης, έχουν έρθει στο φως ερείπια οικισμού και το κοιμητήριό του, στην Έργανο. Στο χώρο δεσπόζει το βουνό Κεφάλι (1090 μ.), μεταξύ των λεκανών Εμπάρου κι Εργάνου, πάνω από την ορεινή διάβαση, που συνδέει τις τελευταίες με το οροπέδιο του Λασιθίου και τη Βιάννο. Μολονότι το ύψωμα είναι βραχώδες, αρκετά απότομο και μάλλον δυσπρόσιτο, ώστε η εγκατάσταση σε αυτό να χαρακτηρίζεται «οικισμός - καταφύγιο», θα προσέφερε σημαντικά πλεονεκτήματα στους κατοίκους του, όπως φανερώνει η εξέταση της τοπογραφίας και γεωμορφολογίας. Η κομβική και φυσικά οχυρή θέση, η απρόσκοπτη θέα προς τα καλλιεργήσιμα εδάφη και τις κατοικήσιμες περιοχές στα δυτικά και η γειτνίαση με το χείμαρρο Έργανα, προσέλκυσαν δικαιολογημένα το ανθρώπινο ενδιαφέρον, ωστόσο γόνιμη γη δεν υπήρχε, ούτε χειμερινοί βοσκότοποι. Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι ο ντόπιος πληθυσμός καταγινόταν με δραστηριότητες διαφορετικές από τη γεωργία. Πιθανότατα οι κάτοικοι της μικρής εγκατάστασης θα ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και το κυνήγι, ή με τη ληστεία αγαθών από τους χαμηλότερους οικισμούς. Η σύγχρονη καλλιέργεια κυρίως αμπελιών και η εποχιακή μόνο βόσκηση αιγοπροβάτων, ενισχύουν το δεύτερο σκέλος της παραπάνω υπόθεσης.
Το κοιμητήριο του οικισμού βρίσκεται στη θέση «Ξενοτάφια», στη δυτική πλαγιά του βουνού. Συνίσταται από μικρούς θολωτούς τάφους με θαλάμους κυκλικής κάτοψης και από ορισμένους λακκοειδείς. Οι πρώτοι έχουν ανεγερθεί μέσα σε σκάμματα και είναι χτισμένοι από αδούλευτες, ανισομεγέθεις πέτρες, χωρίς συνδετικό υλικό, δίνοντας την εντύπωση ακανόνιστης κατασκευής. Η διάμετρος του μεγαλύτερου θόλου προσεγγίζει τα 2 μ., το ύψος του θα έφτανε τα 1,30 μ. και το μήκος του δρόμου τα 1,40 μ. Αλλεπάλληλοι ενταφιασμοί θα πραγματοποιούνταν στους τάφους, όπως μαρτυρά η ανεύρεση σε έναν από αυτούς, των οστών έξι νεκρών. Μάλιστα, τα κόκαλα ενός θαμμένου είχαν τοποθετηθεί σε πρόχου (πιθανή ανακομιδή). Δεν αναφέρονται κτερίσματα, παρά μόνο συνοδευτική κεραμική (συμπεριλαμβανομένων και ψευδόστομων αμφορέων).
Η διασπορά των ευρημάτων σε χώρο περιορισμένο, συγκρινόμενο με την έκταση της περιοχής, δε μοιάζει τυχαία. Αντίθετα, φαίνεται να υποδηλώνει, ότι η θέση των εγκαταστάσεων υπαγορεύεται από την ανάγκη ελέγχου των καλλιεργήσιμων εδαφών και των οδών επικοινωνίας, αλλά κι εξασφάλισης προϋποθέσεων αποτελεσματικής άμυνας.. Το ύψωμα Κεφάλι της Εργάνου προσφέρει ανάλογες δυνατότητες στους κατοίκους του, στερείται όμως σημαντικών πλουτοπαραγωγικών πηγών. Τα ευρήματα από την Έργανο είναι πρωιμότερα των καταλοίπων από τους Αρκάδες, στοιχείο που, σε συνδυασμό με τη γειτνίαση των εγκαταστάσεων, σημαίνει μάλλον πληθυσμιακή μετακίνηση από την πρώτη στη δεύτερη. Φαίνεται, ότι ο πληθυσμός της Εργάνου για κάποιο λόγο αποτραβήχτηκε στον τόσο ψηλό και δυσπρόσιτο τόπο. Η ένδεια σε φυσικούς πόρους μας ωθεί να αμφισβητήσουμε την προτεινόμενη λειτουργία της θέσης ως καταφυγίου, αφού, χωρίς την εκμετάλλευση των εδαφών του υψιπέδου της Εμπάρου, δεν είναι εφικτή η εξασφάλιση επάρκειας αγαθών για μια πολυάριθμη κοινότητα κυνηγημένων και μάλιστα για δυο αιώνες περίπου. Έτσι, τείνουμε στην αποδοχή της ερμηνείας της εγκατάστασης ως ορμητηρίου μιας ομάδας ανθρώπων, που, είτε αρπάζουν το προϊόν της εργασίας των κατοίκων χαμηλότερων οικισμών (όπως των Αρκάδων), είτε λαμβάνουν τμήμα του πλεονάσματος ως αντάλλαγμα προστασίας από τρίτους, ή μετά από απειλές. Στην περίπτωση αυτή εικάζουμε, πως με το πέρασμα του χρόνου, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και τη συνεχή, ιδιότυπη, «οικονομικής φύσης» επαφή ανάμεσα στις ομάδες του πληθυσμού, βαθμιαία, «ο νόμος του ισχυρού» θα μετεξελίχθηκε σε γενικά αποδεκτό δίκαιο, το οποίο στο εξής θα καθόριζε τις σχέσεις των μελών της τοπικής κοινωνίας. Συνέπεια της θέσπισης τέτοιων κανόνων θα ήταν η άμβλυνση των εσωτερικών αντιθέσεων στους κόλπους της, που θα επέτρεψε τη μετακίνηση των κατοίκων της Εργάνου στον Πρ. Ηλία, κατά το 10ο αι., στα πλαίσια μιας ενοποιητικής διαδικασίας.
Το περιεχόμενο των θόλων της Εργάνου και της Παναγίας, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα ευρήματα από την περιφέρεια της εξεταζόμενης επικράτειας, προσφέρουν αξιόλογες πληροφορίες για τη ζωή των κατοίκων της. Η σχετική ένδεια των κτερισμάτων υποδηλώνει το μέτριο βιοτικό επίπεδο των ντόπιων, κύριο μέλημα των οποίων θα ήταν η εξασφάλιση της αυτάρκειας. Η έλλειψη επαρκών στοιχείων δε μας επιτρέπει να συμπεράνουμε κάποια οικονομική ή κοινωνική διαφοροποίηση (μάλλον υπεροχή), των θαμμένων στους θολωτούς τάφους, έναντι όσων ενταφιάστηκαν σε λακκοειδείς. Πιθανώς, ο πρώτος τύπος ακολουθεί μια παράδοση και μαρτυρά δεσμούς με τη Μεσαρά και την Ανατολική Κρήτη, χωρίς να αποδεικνύει με βεβαιότητα τη φυλετική ταυτότητα των νεκρών. Το ορθογώνιο ή κυκλικό σχήμα του θαλάμου, ουσιαστικά αποτελεί τοπική παραλλαγή. Το κυρίαρχο έθιμο, οι πολλαπλοί ενταφιασμοί, ενοποιεί τον πληθυσμό και δημιουργεί ισχυρή αντίθεση με τις υστερότερες καύσεις του Πρ. Ηλία, οι οποίες μπορεί να επηρεάζονται από την κνωσιακή συνήθεια της εποχής. Εξάλλου, οι αλλεπάλληλες ταφές σε κάθε τάφο, μάλλον αντικατοπτρίζουν την οργάνωση της κοινωνίας με βάση τους οικογενειακούς δεσμούς. Η απόδοση τιμών στους νεκρούς, δηλαδή τους προγόνους, ενισχύει τις συγγενικές σχέσεις και πιθανώς στέλνει πολιτικά μηνύματα, προβάλλοντας τη δύναμη και το κύρος των γενών. Τέλος, η προσφορά όπλων φαίνεται να συνδέει τη δόξα και την ικανότητα επιβολής των θαμμένων και των κηδευτών τους με την πολεμική αρετή τους, τονίζοντας την αξία της ιδιότητας του στρατιώτη και υποδηλώνοντας την ανάγκη ετοιμότητας.
Η οικονομική και πολιτική κατάσταση που μόλις περιγράψαμε, μεταβάλλεται θεαματικά από τον 9ο αι. π.Χ. Η εγκατάσταση στην Έργανο έχει εγκαταλειφθεί, ενώ ο οικισμός των Αρκάδων αναπτύσσεται αλματωδώς.
Αρκάδες.
Το νότιο τμήμα της Πεδιάδας, αποτελούσε την επικράτεια των Αρκάδων. Ο οικιστικός πυρήνας των Αρκάδων φαίνεται ότι δημιουργείται στα πρωτογεωμετρικά χρόνια, γνωρίζει αλματώδη ανάπτυξη τον 8ο κι 7ο αι. κι επιβιώνει στην κλασική και ελληνιστική περίοδο. Μετά το 260 π.Χ. υποτάχθηκε στη Γόρτυνα και πιθανώς καταστράφηκε το 221 π.Χ. από τους Κνωσίους, όταν οι κάτοικοί του συμμάχησαν με τους Λυκτίους. Κατά τη Ρωμαιοκρατία, το διοικητικό κέντρο της επικράτειας μάλλον μετατοπίστηκε κοντά στο Ίνι, ενώ και υστερότερα η πόλη των Αρκάδων συνεχίζει να μνημονεύεται, άρα δεν εγκαταλείπεται.
Η διαρκής κατάληψη του χώρου δικαιολογείται από το γεγονός ότι συγκαταλέγεται στους πλουσιότερους του νησιού. Κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου κέντρο της ανθρώπινης παρουσίας ήταν το βουνό Προφήτης Ηλίας, που δεσπόζει πάνω από το υψίπεδο της Εμπάρου. Η θέση του επέτρεπε στους κατοίκους του τον έλεγχο ενός ευρύτατου χώρου, ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ του κόλπου και της πεδιάδας της Μεσαράς και του κάμπου της Πεδιάδας. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής προσέφεραν στον ντόπιο πληθυσμό, όχι μόνο επάρκεια αγαθών, αλλά και μεγάλο πλεόνασμα αγροτικών προϊόντων, καθώς τα εδάφη είναι εύφορα, αρδευόμενα ικανοποιητικά από τα τρεχούμενα και τα μετεωρικά νερά. Εξάλλου, η γεωμορφολογία του τόπου θα παρείχε απρόσκοπτη ορατότητα προς κάθε κατεύθυνση και η φυσική προστασία του θα ενίσχυε την άμυνα. Ο έλεγχος των οδών επικοινωνίας μεταξύ του κεντρικού και του ανατολικού τμήματος της Κρήτης, θα τόνωνε τις οικονομικού χαρακτήρα επαφές τους με άλλες περιοχές, εξασφαλίζοντας ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωση. Επίσης, η θέση του Προφήτη Ηλία περίπου στο κέντρο της περιοχής θα διευκόλυνε την επόπτευσή της, ενώ το ύψος του, σε συνδυασμό με το ανάγλυφο, θα παρείχαν φυσική προστασία στον πληθυσμό και η γειτνίαση με τον ορεινό όγκο της Δίκτης θα ενίσχυε την άμυνα, προσφέροντας κάλυψη από τα ανατολικά. Η εγκατάσταση λοιπόν στον Προφήτη Ηλία, διαθέτει τα πλεονεκτήματα εκείνα, που θα την καθιστούσαν εξέχον οικονομικό και πολιτικό κέντρο.
Αρχιτεκτονική
Τα κτήρια έχουν δημιουργηθεί με τις συνηθισμένες για την εποχή οικοδομικές τεχνικές και αποτελούνται από περισσότερα του ενός δωμάτια ορθογώνια ή τραπεζοειδή, με ευθύγραμμους τοίχους, λίθινες βάσεις κιόνων για τη στήριξη της στέγης και δάπεδα από πατημένο χώμα και πέτρινους πιθοστάτες. Το μεγαλύτερο («Casa Grande»), αποτελείται από οκτώ αίθουσες σε διαφορετικά επίπεδα, εξαιτίας της κλίσης του εδάφους και διαθέτει μακρούς τοίχους, μέγιστου μήκους σχεδόν 7,50 μ. και εισόδους διαμορφωμένες με επιμέλεια, από καλοδουλεμένους δόμους ή ορθοστάτες. Το χτίσιμο του ανοίγματός τους σε δυο περιπτώσεις, συνιστά δείγμα των αλλεπάλληλων μετασκευών σε διαδοχικές αρχιτεκτονικές φάσεις, ενώ τα γεωματρικα κι ελληνιστικά όστρακα υποδηλώνουν κατοίκηση σε δυο τουλάχιστον περιόδους. Πήλινα υφαντικά βάρη, μικρά χάλκινα και σιδερένια αντικείμενα (δίσκοι, δακτύλιοι, πόρπη, καρφιά κ.ά.), οστέινες περόνες και μικρές τράπεζες προσφορών και περίαπτα από στεατίτη, βρέθηκαν στο εσωτερικό του σπιτιού. Κοντά του ανασκάφτηκε δρόμος κατασκευασμένος από ακανόνιστες πέτρες, ο οποίος οδηγούσε σε δημόσιο υπαίθριο χώρο (αυλή). Σε άλλη οικία, στη θέση «Στου Μαραγκάκη το Κεφάλι», εντοπίστηκαν πήλινο ομοίωμα πουλιού και χάλκινο γουρουνιού (;), πολλά αγγεία διαφορετικών μεγεθών και χρήσεων πάνω σε λίθινες πλάκες και περισσότερα από εκατό υφαντικά βάρη, που σημαίνει πιθανότατα εντατική υφαντουργική δραστηριότητα γυναικών. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε την αποκάλυψη των καταλοίπων αχρονολόγητου (μάλλον μεταγενέστερου) οχυρού και δεξαμενής, στην κορυφή του υψώματος του Προφήτη Ηλία.
Τάφοι
Στη δυτική πλαγιά του ήρθε στο φως το εντυπωσιακό κύριο κοιμητήριο της εγκατάστασης, που μας προσέφερε πλήθος πληροφοριών, ιδιαίτερα χρήσιμων για την ανασύνθεση της ιστορικής πραγματικότητας. Τα όριά του πιθανώς σηματοδοτούσε χτιστός περίβολος, ενώ μικρότεροι τοίχοι προφύλασσαν ή απομόνωναν τους τάφους. Ενδιαφέρον στοιχείο συνιστά η συνύπαρξη διαφορετικών πρακτικών κι εθίμων, αφού βρέθηκαν ατομικές καύσεις σε τεφροδόχα αγγεία, αλλά και ομαδικές κι ενταφιασμοί σε θόλους. Στο εσωτερικό των αγγείων οι κηδευτές αφήνουν συνήθως ένα μικρό αρωματοδόχο αγγείο και σπανιότερα κάποιο άλλο κτέρισμα (περόνη, κόσμημα κ.ά.). Ανάλογη ποικιλία διαπιστώνουμε και σε σχέση με τη μορφή, το μέγεθος και το περιεχόμενο των χτιστών θολωτών τάφων.
Στο μεσημβρινό άκρο του κοιμητηρίου βρίσκεται απομονωμένος ο μεγαλύτερος κι εντυπωσιακότερος όλων θολωτός τάφος. Oι διαστάσεις (περίπου3,65 μ. διάμετρος και 3,20 μ. ύψος) και η επιμελημένη κατασκευή του, τον κατατάσσουν ανάμεσα στα εξέχοντα μνημεία της εξεταζόμενης περιόδου στην Κρήτη. Η μορφή του είναι η συνηθισμένη για το συγκεκριμένο τύπο, καθώς έχει σχεδόν κυκλική κάτοψη θαλάμου και μακρύ δρόμο. Επάλληλες στρώσεις δουλεμένων λίθων, σχηματίζουν τα τοιχώματα του δωματίου, με μια ευμεγέθη πλάκα στην κορυφή να συνιστά την κλείδα. Στην ορθογώνια και φραγμένη από δυο ογκολίθους είσοδο, οδηγεί λαξευμένος στο βράχο, διμερής, ελαφρά κατηφορικός δρόμος, συνολικού μήκους 6 μ. και μέγιστου πλάτους 1 μ. Τέλος, ένας ψηλός τύμβος ίσως κάλυπτε το οικοδόμημα. Την αίσθηση αφθονίας, πλούτου και δύναμης, που αποπνέει η εξωτερική εικόνα του τάφου, ενισχύουν τα ευρήματα από το εσωτερικό του. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται μια μεγάλη, ορθογώνια, πέτρινη σαρκοφάγος με καπάκι, τοποθετημένη στο βάθος του θαλάμου, όπου είχαν φυλαχτεί τα απομεινάρια της καύσης νεκρού, συνοδευόμενα από χάλκινη πόρπη και άλλα αντικείμενα από το ίδιο υλικό και γυαλί. Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, τόσο το πήλινο ομοίωμα λιονταριού, με τα πίσω πόδια λυγισμένα και τα μπροστινά προτεταμένα να κρατούν φιάλη, όσο και το ανώτερο μέρος του σώματος πήλινου ειδωλίου αοιδού που παίζει λύρα. Άλλα αξιόλογα κτερίσματα συνιστούν η κεφαλή ενός ακόμα ανθρωπόμορφου ειδωλίου, δυο ευμεγέθεις αργυρές περόνες, μια χάλκινη και πολλά τμήματα σιδερένιων όπλων (κυρίως αιχμές δοράτων και σαυρωτήρες). Εξάλλου, πολύτιμες πληροφορίες προσφέρει και η ανεύρεση περίπου 240 αγγείων διαφόρων μεγεθών, σχημάτων και χρήσεων (συμπεριλαμβανομένων και τεφροδόχων), καθώς και πλήθους οστράκων από το θάλαμο και το δρόμο, με βάση τα οποία πιστοποιείται η μακρά περίοδος χρησιμοποίησης του τάφου κατά τον 8ο κι 7ο αι.
Υπάρχουν και μικρότεροι τάφοι με σημαντικά ευρήματα όπως χάλκινους λέβητες σκεπασμένους με αναθηματικές ασπίδες με θαυμάσια ανάγλυφη διακόσμηση, όπως κοσμήματα (χρυσά περίαπτα, ασημένιο δαχτυλίδι και πολλές χάντρες περιδεραίων από φαγεντιανή), εξαρτήματα ένδυσης (χάλκινες πόρπες, περόνες και δίσκοι), σιδερένια όπλα (αιχμές) και ειδώλια, χάντρες από γυαλί και ορεία κρύσταλλο, οστέινος σκαραβαίος, φιάλη και μικρό ομοίωμα λιονταριού ή σκυλιού από φαγεντιανή, χάλκινα και σιδερένια όπλα, πόρπες, περόνες και τμήματα άλλων αντικειμένων, συγκροτούν ένα λαμπρό ταφικό σύνολο. Αν προσθέσουμε και την άφθονη κεραμική (συνολικά 100 πίθοι, αμφορείς, πρόχοι, κύπελλα, ληκύθια, λεκανίδες, πινάκια κ.ά. αγγεία, καθώς και πλήθος οστράκων), κυρίως του 7ου αι., αλλά και του ύστερου 9ου-8ου, σχηματίζουμε πλήρη εικόνα των ευρημάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει υστερογεωμετρική χάλκινη φιάλη, πιθανώς κάλυμμα τεφροδόχου λεκανίδας. Η διακόσμησή της από έκτυπες παραστάσεις με την τεχνική του σφυρήλατου κι εγχάρακτες λεπτομέρειες, πιστοποιεί ότι πρόκειται για έργο κρητικού εργαστηρίου, παρά τις όποιες κυπροφοινικικές επιδράσεις. Εξάλλου, η επιπρόσθετη αποκάλυψη τμημάτων χρυσών ελασμάτων, ασημένιου δαχτυλιδιού, χάλκινης περόνης και περίπου 40 θραυσμένων αγγείων (πίθοι και κάλπες με τις στάχτες των νεκρών, πρόχοι, ληκύθια, λεκανίδες κ.ά.), υποδηλώνει αφθονία αγαθών και ίσως κοινωνική επιφάνεια.
Οικονομία
Η αλματώδης και πολύπλευρη ανάπτυξη του 8ου αι. πιστοποιείται στον οικονομικό τομέα, κυρίως με βάση τα λείψανα του οικισμού και των τάφων του Προφήτη Ηλία, αφού το σύνολο των προγενέστερων καταλοίπων μαρτυρούν μέτριο επίπεδο διαβίωσης. Τα ταπεινά σπίτια της Εργάνου και οι μικροί θόλοι της, από όπου απουσιάζουν τα κτερίσματα, με εξαίρεση το περιεχόμενο των αγγείων, έρχονται σε αντίθεση με την «Casa Grande» ή τον μεγάλο θολωτό τάφο. Το πλήθος των δωματίων της μεγάλης οικίας δεν τεκμηριώνει υποχρεωτικά την αύξηση των μελών της οικογένειας, η οποία μπορεί να εντάσσεται στα πλαίσια γενικότερης πληθυσμιακής ανάκαμψης, ούτε υποδηλώνει μόνο την αναζήτηση της άνεσης, αλλά προφανώς, καλείται να ικανοποιήσει ορισμένες ανάγκες των ενοίκων, όπως ίσως την άσκηση των ποικίλων δραστηριοτήτων σε διαφορετικούς χώρους. Η ανεύρεση των (περίπου εκατό) υφαντικών βαρών σε άλλο σπίτι καταδεικνύει τους εντατικούς ρυθμούς στην παραγωγή, που είχε επιτύχει η ακόμα οικιακή (;) οικονομία και αντικατοπτρίζει τη ραγδαία ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα.
Ανάλογη ευημερία φανερώνει η εξέταση των τάφων, ιδίως του κύριου κοιμητηρίου του Πρ. Ηλία. Το μέγεθος και η ποιότητα κατασκευής των τριών θόλων, καθώς και η αφθονία των κτερισμάτων τους, πιστοποιούν τον πλούτο των νεκρών και των κηδευτών τους. Η παραγγελία κατασκευής ή η αγορά των χρυσών και ασημένιων κοσμημάτων, των περίτεχνων χάλκινων αγγείων και των αναθηματικών ασπίδων, των σιδερένιων όπλων και των εξωτικών μικροαντικειμένων πιθανώς υποδηλώνουν τον έλεγχο των πρώτων υλών και βεβαίως απαιτούν τη διάθεση τμήματος του υπερπροϊόντος. Φαίνεται, ότι η εκμετάλλευση εκτεταμένων εύφορων εδαφών, προσέφερε σε ορισμένους κατοίκους τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν μεγάλο πλεόνασμα αγαθών. Αυτό το χρησιμοποιούσαν και για την απόκτηση ειδών πολυτελείας, είτε καταβάλλοντάς το ως αντίτιμο των υπηρεσιών επιλεγμένων τεχνιτών, είτε δαπανώντας το στο πλαίσιο ανταλλαγών. Έτσι, ευνοήθηκε η εξειδίκευση στην εργασία, η οποία οδήγησε στην ανάπτυξη του κλάδου της μεταποίησης και δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την αύξηση της εμπορικής δραστηριότητας.
Αναφορικά με τη βιοτεχνική παραγωγή, η μελέτη της κεραμικής και των χάλκινων αντικειμένων από τον οικισμό, το ιερό και τους τάφους των Αρκάδων κατέδειξε την ύπαρξη τοπικών εργαστηρίων. Εξάλλου, είναι πιθανό να αποτελούν έργα τοπικού εργαστηρίου και κάποια αγγεία και αναθηματικές ασπίδες από τους θολωτούς τάφους. Φαίνεται, ότι η ενασχόληση μερίδας του πληθυσμού με τη βιοτεχνία (κεραμική, υφαντουργία, μεταλλοτεχνία), κατά τον 8ο αι., προσέφερε την ευκαιρία οικονομικής άνθησης και ανόδου του βιοτικού επιπέδου.
Μολονότι δε διαθέτουμε ενδείξεις για ανάλογη, εντατική, εμπορική δραστηριότητα κατά τη γεωμετρική περίοδο, τα αρχαιολογικά δεδομένα τεκμηριώνουν τις οικονομικές και πολιτιστικές επαφές των Αρκάδων με άλλες περιοχές του νησιού και το εξωτερικό. Οι επιδράσεις από την Κνωσό, την Αττική, την Κύπρο και την Ανατολή έχουν ανιχνευτεί σε μερικά αγγεία από πηλό και χαλκό και οι ομοιότητες με έργα από διάφορες κρητικές εγκαταστάσεις οδήγησαν τον Desborough να σημειώσει τις σχέσεις των κατοίκων των Αρκάδων με το υπόλοιπο νησί Ωστόσο, αξίζει να τονίσουμε την απουσία εισαγωγών οποιασδήποτε μορφής, μέχρι τις αρχές του 7ου αι., φαινόμενο δυσερμήνευτο με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, αφού η διάθεση και η δυνατότητα ορισμένων πλουσίων να επιδείξουν την υπεροχή τους θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες.
Η παραπάνω διαπιστωμένη οικονομική ευρωστία τμήματος του πληθυσμού, δεν υπονοεί απαραίτητα ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης για το σύνολο, καθώς η ελλιπής διερεύνηση του τόπου περιορίζει τις γνώσεις μας. Η οικονομική άνθηση των Αρκάδων από τον 9ο αι. είναι βέβαια αναμφισβήτητη και γίνεται φανερή κατά την εξέταση των λειψάνων του οικισμού, του ιερού και των τάφων. Έτσι, στα κατασκευαστικά στοιχεία των σπιτιών του πρώτου, πέρα από τα συνηθισμένα αρχιτεκτονικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της εποχής (τεχνητά άνδηρα όπου ανεγείρονται ορθογώνια δωμάτια με ευθύγραμμους τοίχους, δάπεδα από πατημένο χώμα, πιθοστάτες και λίθινες βάσεις ξύλινων κιόνων, για τη στήριξη επίπεδων στεγών), παρατηρούμε τη βαθμιαία προσθήκη ορισμένων καινοτομιών (συνθετότερες κατόψεις, πολλαπλασιασμό του αριθμού των δωματίων, με πατώματα σε διαφορετικά επίπεδα). Αυτές δεν αποτελούν απλώς δείγματα τεχνολογικής προόδου, αλλά αντικατοπτρίζουν διαφορετική αντίληψη στην οργάνωση του χώρου, σχετική με τις νέες ανάγκες της ζωής, όπως την αύξηση του πληθυσμού και της παραγωγής, ή τις μεταβολές στη δομή της κοινωνίας και τις ιδέες των μελών της (χάραξη οδικού δικτύου, οικοδόμηση ναού). Ειδικά το τελευταίο έργο και γενικά η λειτουργία του ιερού από τον 9ο αι., με το πλήθος των αναθημάτων, καταδεικνύει τη συσσώρευση συνεχώς μεγαλύτερου πλεονάσματος, τμήμα του οποίου μεταβιβάζεται στο θρησκευτικό κέντρο.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους τάφους. Η ανέγερση των τριών εντυπωσιακών θόλων, περίπου στην ίδια περίοδο και ο πλούτος των κτερισμάτων τους, δεν πιστοποιούν μόνο την ευπορία των θαμμένων και των κηδευτών τους, αλλά υποδηλώνουν και συνολική οικονομική άνθηση. Επίσης, τα ευρήματα από τις πυρές και τους αποθέτες (ειδώλια, κοσμήματα, σιδερένια όπλα, μετάλλινα μικροαντικείμενα και άφθονη κεραμική), που πιθανώς προσφέρονταν από απλούς ανθρώπους και αφορούσαν σε συγγενείς τους, ή έστω άλλους κατοίκους των Αρκάδων, παρόμοιας κοινωνικής θέσης, μάλλον ενταγμένους στο ευρύτερο, μεσαίο στρώμα των «ομοίων», αποκαλύπτουν το ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης. Αυτό τεκμηριώνουν και τα λίγα, χάλκινα τεφροδόχα αγγεία, τα οποία ξεχωρίζουν ανάμεσα στις 162 καύσεις σε πίθους, συνιστώντας ουσιαστικά το μόνο διακριτικό στοιχείο μεταξύ των νεκρών. Οι κάτοχοί τους μπορεί να τα απέκτησαν, είτε κληρονομικά, είτε ως επιβράβευση εξαιρετικής υπηρεσίας τους προς τρίτους ή την κοινότητα, είτε χάρη στα κέρδη από την ενασχόληση με το δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα. Οι αγγειοπλάστες, οι υφαντουργοί και οι μεταλλοτεχνίτες, μάλλον είχαν καλύτερες προοπτικές προόδου από τους γεωργοκτηνοτρόφους και μολονότι έμποροι δε φαίνεται να υπήρχαν, άλλοι επαγγελματίες πιθανώς θα απέβλεπαν στην απόκτηση τμήματος του υπερπροϊόντος, παρέχοντας σημαντικές υπηρεσίες στο σύνολο, όπως μαρτυρά το γεωμετρικό ειδώλιο του αοιδού.
Κοινωνία
Αυτή η οικονομική άνθηση και η ενασχόληση τμήματος του πληθυσμού με το δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα, θα συνέτειναν στην αναδιανομή του πλούτου, δημιουργώντας μια ομάδα ευπόρων. Κάποια μέλη της ίσως πρόβαλλαν την ευρωστία τους, οικοδομώντας τους θολωτούς τάφους με τα περίτεχνα Δαιδαλικά κιονόκρανα, σε διαφορετικό χώρο από τους πρωιμότερούς τους, διεκδικώντας την κοινωνική τους ανέλιξη και το δικαίωμα να συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας. Η ταυτόχρονη αναβίωση του εθίμου του ενταφιασμού καταδεικνύει, ότι οι μεταβολές αφορούν και σε άλλες πτυχές της ζωής, όπως στις ιδέες και τις αντιλήψεις. Η αλλαγή στη λατρεία, με το χτίσιμο του ναού, αποτελεί σαφές δείγμα του ίδιου νεωτεριστικού πνεύματος, το οποίο μάλιστα ανιχνεύεται σε επάλληλα επίπεδα, πέρα από το θρησκευτικό - ιδεολογικό. Στο πολιτικό, η ανέγερση του οίκου της τοπικής θεότητας σηματοδοτεί τη γέννηση της Πόλης, ενισχύει τη συνοχή του πληθυσμού της και υποδηλώνει την ύπαρξη κέντρου λήψης αποφάσεων ικανού να επιβάλλει τη βούλησή του και να κατευθύνει τις κοινές προσπάθειες σε συγκεκριμένες ενέργειες. Ανάμεσα στις τελευταίες συγκαταλέγεται ο σχεδιασμός και η εκτέλεση δημόσιων έργων, σαν τη χάραξη και κατασκευή οδικού δικτύου (κατάλοιπό του συνιστά ο λιθόστρωτος δρόμος, που οδηγεί σε αυλή στον Πρ. Ηλία) και πιθανώς η προσπάθεια νέας χωροταξικής οργάνωσης του οικισμού, με βάση τις κυρίαρχες αντιλήψεις και την επικρατούσα οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση στους Αρκάδες, κατά τον 7ο αι. π.Χ.
ΠΗΓΗ: Ναπολέων Ξιφαράς, Οικιστική της Πρωτογεωμετρικής και Γεωμετρικής Κρήτης. Η μετάβαση από τη «μινωική» στην «ελληνική» κοινωνία.